Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυσίποθος
λυσιπόλεμος
λυσιπόνιον
λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιτόκος
λυσιφάρμακον
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιχίτων
λυσιῳδός
λύσσα
View word page
λυσιτέλεια
advantage, profit

ShortDef

advantage, profit

Debugging

Headword:
λυσιτέλεια
Headword (normalized):
λυσιτέλεια
Headword (normalized/stripped):
λυσιτελεια
IDX:
54031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54032
Key:

Data

{'content': 'advantage, profit'}