Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυσιπήμων
λυσίποθος
λυσιπόλεμος
λυσιπόνιον
λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιτόκος
λυσιφάρμακον
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιχίτων
λυσιῳδός
View word page
λυσισωματέω
to be relaxed in body

ShortDef

to be relaxed in body

Debugging

Headword:
λυσισωματέω
Headword (normalized):
λυσισωματέω
Headword (normalized/stripped):
λυσισωματεω
IDX:
54030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54031
Key:

Data

{'content': 'to be relaxed in body'}