Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσιπήμων
λυσίποθος
λυσιπόλεμος
λυσιπόνιον
λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιτόκος
λυσιφάρμακον
λυσιφλεβής
λυσίφρων
View word page
Λύσις
Lysis

ShortDef

a loosing, setting free, releasing, ransoming
Lysis

Debugging

Headword:
Λύσις
Headword (normalized):
λύσις
Headword (normalized/stripped):
λυσις
IDX:
54028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54029
Key:

Data

{'content': 'Lysis'}