Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσιπήμων
λυσίποθος
λυσιπόλεμος
λυσιπόνιον
λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιτόκος
λυσιφάρμακον
λυσιφλεβής
View word page
λύσις
a loosing, setting free, releasing, ransoming
ShortDef
a loosing, setting free, releasing, ransoming
Lysis
Debugging
Headword:
λύσις
Headword (normalized):
λύσις
Headword (normalized/stripped):
λυσις
IDX:
54027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54028
Key:
Data
{'content': 'a loosing, setting free, releasing, ransoming'}