Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσιπήμων
λυσίποθος
λυσιπόλεμος
λυσιπόνιον
λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
View word page
λυσίπονος
releasing from toil

ShortDef

releasing from toil

Debugging

Headword:
λυσίπονος
Headword (normalized):
λυσίπονος
Headword (normalized/stripped):
λυσιπονος
IDX:
54024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54025
Key:

Data

{'content': 'releasing from toil'}