Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυσίμαχος
Λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσιπήμων
λυσίποθος
λυσιπόλεμος
λυσιπόνιον
λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
View word page
λυσιπόνιον
a medicinal unguent

ShortDef

a medicinal unguent

Debugging

Headword:
λυσιπόνιον
Headword (normalized):
λυσιπόνιον
Headword (normalized/stripped):
λυσιπονιον
IDX:
54023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54024
Key:

Data

{'content': 'a medicinal unguent'}