Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυσίκακος
λυσίκοπος
Λυσιμάχειος
λυσίμαχος
Λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσιπήμων
λυσίποθος
λυσιπόλεμος
λυσιπόνιον
λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
View word page
λυσιπήμων
ending sorrow
ShortDef
ending sorrow
Debugging
Headword:
λυσιπήμων
Headword (normalized):
λυσιπήμων
Headword (normalized/stripped):
λυσιπημων
IDX:
54020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54021
Key:
Data
{'content': 'ending sorrow'}