Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυσιέθειρα
λυσίζωνος
λυσίθριξ
λυσίκακος
λυσίκοπος
Λυσιμάχειος
λυσίμαχος
Λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσιπήμων
λυσίποθος
λυσιπόλεμος
λυσιπόνιον
λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
View word page
λύσιμος
able to loose
ShortDef
able to loose
Debugging
Headword:
λύσιμος
Headword (normalized):
λύσιμος
Headword (normalized/stripped):
λυσιμος
IDX:
54017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54018
Key:
Data
{'content': 'able to loose'}