Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυσήνωρ
Λυσιάνασσα
Λυσίας
λυσίγαμος
λυσιγυῖα
λυσίδρως
λυσιέθειρα
λυσίζωνος
λυσίθριξ
λυσίκακος
λυσίκοπος
Λυσιμάχειος
λυσίμαχος
Λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσιπήμων
λυσίποθος
View word page
λυσίκοπος
freeing from fatigue

ShortDef

freeing from fatigue

Debugging

Headword:
λυσίκοπος
Headword (normalized):
λυσίκοπος
Headword (normalized/stripped):
λυσικοπος
IDX:
54011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54012
Key:

Data

{'content': 'freeing from fatigue'}