Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυσέρως
λυσήνωρ
Λυσιάνασσα
Λυσίας
λυσίγαμος
λυσιγυῖα
λυσίδρως
λυσιέθειρα
λυσίζωνος
λυσίθριξ
λυσίκακος
λυσίκοπος
Λυσιμάχειος
λυσίμαχος
Λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
λύσιος
λυσιπαίγμων
λυσιπήμων
View word page
λυσίκακος
ending evil

ShortDef

ending evil

Debugging

Headword:
λυσίκακος
Headword (normalized):
λυσίκακος
Headword (normalized/stripped):
λυσικακος
IDX:
54010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54011
Key:

Data

{'content': 'ending evil'}