Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λύσανδρος
λυσανίας
Λυσανίας
λυσέρως
λυσήνωρ
Λυσιάνασσα
Λυσίας
λυσίγαμος
λυσιγυῖα
λυσίδρως
λυσιέθειρα
λυσίζωνος
λυσίθριξ
λυσίκακος
λυσίκοπος
Λυσιμάχειος
λυσίμαχος
Λυσίμαχος
λυσιμελής
λυσιμέριμνος
λύσιμος
View word page
λυσιέθειρα
with loose, dishevelled hair

ShortDef

with loose, dishevelled hair

Debugging

Headword:
λυσιέθειρα
Headword (normalized):
λυσιέθειρα
Headword (normalized/stripped):
λυσιεθειρα
IDX:
54007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54008
Key:

Data

{'content': 'with loose, dishevelled hair'}