Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβαρής
ἄβαρις
Ἀβαρνίς
Ἄβας
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβασκάνιστος
ἀβάσκανος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἀβατόομαι
ἄβατος
ἀββα
ΑΒΓ
ἀβδέλυκτος
Ἄβδηρα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἄβδης
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
View word page
ἀβατόομαι
to be made desert

ShortDef

to be made desert

Debugging

Headword:
ἀβατόομαι
Headword (normalized):
ἀβατόομαι
Headword (normalized/stripped):
αβατοομαι
IDX:
53
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54
Key:

Data

{'content': 'to be made desert'}