Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυρόδμητος
λυρόεις
λυροεργός
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυρόκτυπος
λυροκτύπος
λυροποιητικός
λυροποιΐα
λυροποιικός
λυροποιός
λυροφοῖνιξ
λυρῳδέω
λυρῳδία
λυρωνία
Λυσάνδρια
Λύσανδρος
λυσανίας
Λυσανίας
λυσέρως
λυσήνωρ
View word page
λυροποιός
a lyre-maker
ShortDef
a lyre-maker
Debugging
Headword:
λυροποιός
Headword (normalized):
λυροποιός
Headword (normalized/stripped):
λυροποιος
IDX:
53991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53992
Key:
Data
{'content': 'a lyre-maker'}