Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λυρνησός
Λυρνησσός
λυρογηθής
λυρόδμητος
λυρόεις
λυροεργός
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυρόκτυπος
λυροκτύπος
λυροποιητικός
λυροποιΐα
λυροποιικός
λυροποιός
λυροφοῖνιξ
λυρῳδέω
λυρῳδία
λυρωνία
Λυσάνδρια
Λύσανδρος
λυσανίας
View word page
λυροποιητικός
skilled at making lyres

ShortDef

skilled at making lyres

Debugging

Headword:
λυροποιητικός
Headword (normalized):
λυροποιητικός
Headword (normalized/stripped):
λυροποιητικος
IDX:
53988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53989
Key:

Data

{'content': 'skilled at making lyres'}