Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λύρα
λυραοιδός
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρισμός
λυριστής
Λυρναῖος
Λυρνησός
Λυρνησσός
λυρογηθής
λυρόδμητος
λυρόεις
View word page
λυρίζω
to play the lyre
ShortDef
to play the lyre
Debugging
Headword:
λυρίζω
Headword (normalized):
λυρίζω
Headword (normalized/stripped):
λυριζω
IDX:
53972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53973
Key:
Data
{'content': 'to play the lyre'}