Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λύρα
λυραοιδός
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρισμός
λυριστής
Λυρναῖος
Λυρνησός
Λυρνησσός
View word page
λυπρόχωρος
with poor land

ShortDef

with poor land

Debugging

Headword:
λυπρόχωρος
Headword (normalized):
λυπρόχωρος
Headword (normalized/stripped):
λυπροχωρος
IDX:
53969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53970
Key:

Data

{'content': 'with poor land'}