Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λύρα
λυραοιδός
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρισμός
λυριστής
Λυρναῖος
View word page
λυπρός
wretched, poor, sorry

ShortDef

wretched, poor, sorry

Debugging

Headword:
λυπρός
Headword (normalized):
λυπρός
Headword (normalized/stripped):
λυπρος
IDX:
53967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53968
Key:

Data

{'content': 'wretched, poor, sorry'}