Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λύρα
λυραοιδός
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρισμός
λυριστής
View word page
λυπρόγεως
with poor soil

ShortDef

with poor soil

Debugging

Headword:
λυπρόγεως
Headword (normalized):
λυπρόγεως
Headword (normalized/stripped):
λυπρογεως
IDX:
53966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53967
Key:

Data

{'content': 'with poor soil'}