Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λύρα
λυραοιδός
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρισμός
View word page
λυπρόβιος
leading a wretched life

ShortDef

leading a wretched life

Debugging

Headword:
λυπρόβιος
Headword (normalized):
λυπρόβιος
Headword (normalized/stripped):
λυπροβιος
IDX:
53965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53966
Key:

Data

{'content': 'leading a wretched life'}