Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λύρα
λυραοιδός
λυρίζω
λυρικός
λύριον
View word page
λυποτόκος
pain-producing
ShortDef
pain-producing
Debugging
Headword:
λυποτόκος
Headword (normalized):
λυποτόκος
Headword (normalized/stripped):
λυποτοκος
IDX:
53964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53965
Key:
Data
{'content': 'pain-producing'}