Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λύρα
λυραοιδός
λυρίζω
λυρικός
View word page
λυπίπονος
delivering men from toil

ShortDef

delivering men from toil

Debugging

Headword:
λυπίπονος
Headword (normalized):
λυπίπονος
Headword (normalized/stripped):
λυπιπονος
IDX:
53963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53964
Key:

Data

{'content': 'delivering men from toil'}