Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λύρα
λυραοιδός
λυρίζω
View word page
λυπητικός
feeling pain
ShortDef
feeling pain
Debugging
Headword:
λυπητικός
Headword (normalized):
λυπητικός
Headword (normalized/stripped):
λυπητικος
IDX:
53962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53963
Key:
Data
{'content': 'feeling pain'}