Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυμαντής
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λύρα
λυραοιδός
View word page
λυπητέος
one must feel pain

ShortDef

one must feel pain

Debugging

Headword:
λυπητέος
Headword (normalized):
λυπητέος
Headword (normalized/stripped):
λυπητεος
IDX:
53961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53962
Key:

Data

{'content': 'one must feel pain'}