Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυμαντήρ
λυμαντήριος
λυμαντής
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
View word page
λυπησίλογος
giving pain by talking

ShortDef

giving pain by talking

Debugging

Headword:
λυπησίλογος
Headword (normalized):
λυπησίλογος
Headword (normalized/stripped):
λυπησιλογος
IDX:
53959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53960
Key:

Data

{'content': 'giving pain by talking'}