Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄμφωτις
ἄμφωτος
ἄμωκος
ἀμωλεί
ἀμώμητος
ἀμωμίς
ἀμωμίτης
ἄμωμον
ἄμωμος
ἀμωμότης
ἀμωρέα
ἀμῶς
ἁμῶς
ἄν
ἄνα
ἀνά
ἀναβάδην
ἀναβάδισις
ἀναβαδόν
ἀναβαθμίς
ἀναβαθμός
View word page
ἀμωρέα
radish
ShortDef
radish
Debugging
Headword:
ἀμωρέα
Headword (normalized):
ἀμωρέα
Headword (normalized/stripped):
αμωρεα
IDX:
5395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5396
Key:
Data
{'content': 'radish'}