Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυμαίνομαι2
λυμαντήρ
λυμαντήριος
λυμαντής
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
λυπρότης
View word page
λυπηρός
painful, distressing

ShortDef

painful, distressing

Debugging

Headword:
λυπηρός
Headword (normalized):
λυπηρός
Headword (normalized/stripped):
λυπηρος
IDX:
53958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53959
Key:

Data

{'content': 'painful, distressing'}