Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυμαίνομαι
λυμαίνομαι2
λυμαντήρ
λυμαντήριος
λυμαντής
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
λυπίπονος
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρόγεως
λυπρός
View word page
λύπημα
pain
ShortDef
pain
Debugging
Headword:
λύπημα
Headword (normalized):
λύπημα
Headword (normalized/stripped):
λυπημα
IDX:
53957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53958
Key:
Data
{'content': 'pain'}