Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λύκων
Λυκώρειος
Λυκωρεύς
λῦμα
λῦμα2
λυμαίνομαι
λυμαίνομαι2
λυμαντήρ
λυμαντήριος
λυμαντής
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητέος
λυπητικός
View word page
λυμεών
a destroyer, spoiler, corrupter
ShortDef
a destroyer, spoiler, corrupter
Debugging
Headword:
λυμεών
Headword (normalized):
λυμεών
Headword (normalized/stripped):
λυμεων
IDX:
53952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53953
Key:
Data
{'content': 'a destroyer, spoiler, corrupter'}