Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυκόχροος
λυκόω
Λύκτος
Λύκων
Λυκώρειος
Λυκωρεύς
λῦμα
λῦμα2
λυμαίνομαι
λυμαίνομαι2
λυμαντήρ
λυμαντήριος
λυμαντής
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
λυπησίλογος
View word page
λυμαντήρ
a spoiler, destroyer

ShortDef

a spoiler, destroyer

Debugging

Headword:
λυμαντήρ
Headword (normalized):
λυμαντήρ
Headword (normalized/stripped):
λυμαντηρ
IDX:
53949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53950
Key:

Data

{'content': 'a spoiler, destroyer'}