Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυκόφως
λυκόχροος
λυκόω
Λύκτος
Λύκων
Λυκώρειος
Λυκωρεύς
λῦμα
λῦμα2
λυμαίνομαι
λυμαίνομαι2
λυμαντήρ
λυμαντήριος
λυμαντής
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
λυπηρός
View word page
λυμαίνομαι2
to treat with indignity, to outrage, to maltreat

ShortDef

[cleanse from dirt]
to treat with indignity, to outrage, to maltreat

Debugging

Headword:
λυμαίνομαι2
Headword (normalized):
λυμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
λυμαινομαι2
IDX:
53948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53949
Key:

Data

{'content': 'to treat with indignity, to outrage, to maltreat'}