Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυκόφρων
λυκόφως
λυκόχροος
λυκόω
Λύκτος
Λύκων
Λυκώρειος
Λυκωρεύς
λῦμα
λῦμα2
λυμαίνομαι
λυμαίνομαι2
λυμαντήρ
λυμαντήριος
λυμαντής
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λυπέω
λύπη
λύπημα
View word page
λυμαίνομαι
[cleanse from dirt]

ShortDef

[cleanse from dirt]
to treat with indignity, to outrage, to maltreat

Debugging

Headword:
λυμαίνομαι
Headword (normalized):
λυμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
λυμαινομαι
IDX:
53947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53948
Key:

Data

{'content': '[cleanse from dirt]'}