Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυκόβρωτος
λυκοδίωκτος
λυκοειδής
λυκοθαρσής
λυκοκτονέω
λυκοκτόνον
λυκοκτόνος
λύκολυγξ
Λυκομήδης
λυκόμορφος
Λυκόοργος
λυκοπάνθηρος
λυκοπέρσιον
Λυκόποδες
λυκορραίστης
λύκος
Λύκος
Λυκόσουρα
λυκοσπάς
λυκόστομος
Λυκούργεια
View word page
Λυκόοργος
Lycurgus

ShortDef

Lycurgus

Debugging

Headword:
Λυκόοργος
Headword (normalized):
λυκόοργος
Headword (normalized/stripped):
λυκοοργος
IDX:
53919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53920
Key:

Data

{'content': 'Lycurgus'}