Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λυκία
Λυκιάρχης
λυκιδεύς
Λυκίδης
Λυκίηθεν
Λυκίηνδε
Λυκῖνος
Λυκιοεργής
Λύκιοι
λύκιον
Λύκιος
Λύκις
Λυκίσκος
λυκόβρωτος
λυκοδίωκτος
λυκοειδής
λυκοθαρσής
λυκοκτονέω
λυκοκτόνον
λυκοκτόνος
λύκολυγξ
View word page
Λύκιος
(adj) Lycian; (n.) Lycius

ShortDef

(adj) Lycian; (n.) Lycius

Debugging

Headword:
Λύκιος
Headword (normalized):
λύκιος
Headword (normalized/stripped):
λυκιος
IDX:
53906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53907
Key:

Data

{'content': '(adj) Lycian; (n.) Lycius'}