Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λύγκος
λυγμός
λύγξ
λύγξ2
λυγόδεσμος
λυγοειδής
λυγοπλόκος
λύγος
λυγοτευχής
λυγόω
λυγροπαθής
λυγρός
λυγώδης
Λυδία
Λυδιακά
Λυδίας
Λυδίζω
Λυδικός
Λύδιος
Λυδιστί
λυδίων
View word page
λυγροπαθής
suffering mournfully

ShortDef

suffering mournfully

Debugging

Headword:
λυγροπαθής
Headword (normalized):
λυγροπαθής
Headword (normalized/stripped):
λυγροπαθης
IDX:
53851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53852
Key:

Data

{'content': 'suffering mournfully'}