Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λυγκηστής
Λύγκος
λυγμός
λύγξ
λύγξ2
λυγόδεσμος
λυγοειδής
λυγοπλόκος
λύγος
λυγοτευχής
λυγόω
λυγροπαθής
λυγρός
λυγώδης
Λυδία
Λυδιακά
Λυδίας
Λυδίζω
Λυδικός
Λύδιος
Λυδιστί
View word page
λυγόω
to tie fast
ShortDef
to tie fast
Debugging
Headword:
λυγόω
Headword (normalized):
λυγόω
Headword (normalized/stripped):
λυγοω
IDX:
53850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53851
Key:
Data
{'content': 'to tie fast'}