Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λύγιον
λύγισμα
λυγισμός
λυγιστικός
λυγκαίνω
λύγκειος
Λυγκεύς
Λυγκηστής
Λύγκος
λυγμός
λύγξ
λύγξ2
λυγόδεσμος
λυγοειδής
λυγοπλόκος
λύγος
λυγοτευχής
λυγόω
λυγροπαθής
λυγρός
λυγώδης
View word page
λύγξ
a lynx

ShortDef

a lynx
hiccup, retching

Debugging

Headword:
λύγξ
Headword (normalized):
λύγξ
Headword (normalized/stripped):
λυγξ
IDX:
53843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53844
Key:

Data

{'content': 'a lynx'}