Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λύγδη
λύγδην
λύγδινος
λύγδος
λύγη
λυγίζομαι
λυγίζω
λύγινος
λύγιον
λύγισμα
λυγισμός
λυγιστικός
λυγκαίνω
λύγκειος
Λυγκεύς
Λυγκηστής
Λύγκος
λυγμός
λύγξ
λύγξ2
λυγόδεσμος
View word page
λυγισμός
a bending, twisting

ShortDef

a bending, twisting

Debugging

Headword:
λυγισμός
Headword (normalized):
λυγισμός
Headword (normalized/stripped):
λυγισμος
IDX:
53835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53836
Key:

Data

{'content': 'a bending, twisting'}