Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυγγώδης
Λύγδαμις
λύγδη
λύγδην
λύγδινος
λύγδος
λύγη
λυγίζομαι
λυγίζω
λύγινος
λύγιον
λύγισμα
λυγισμός
λυγιστικός
λυγκαίνω
λύγκειος
Λυγκεύς
Λυγκηστής
Λύγκος
λυγμός
λύγξ
View word page
λύγιον
switch

ShortDef

switch

Debugging

Headword:
λύγιον
Headword (normalized):
λύγιον
Headword (normalized/stripped):
λυγιον
IDX:
53833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53834
Key:

Data

{'content': 'switch'}