Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λύγγιος
λυγγούριον
λυγγώδης
Λύγδαμις
λύγδη
λύγδην
λύγδινος
λύγδος
λύγη
λυγίζομαι
λυγίζω
λύγινος
λύγιον
λύγισμα
λυγισμός
λυγιστικός
λυγκαίνω
λύγκειος
Λυγκεύς
Λυγκηστής
Λύγκος
View word page
λυγίζω
to bend
ShortDef
to bend
Debugging
Headword:
λυγίζω
Headword (normalized):
λυγίζω
Headword (normalized/stripped):
λυγιζω
IDX:
53831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53832
Key:
Data
{'content': 'to bend'}