Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λόχμα
λοχμάζω
λοχμαῖος
λόχμη
λοχμώδης
λόχονδε
λόχος
Λυαῖος
λύβερνος
λυγαῖος
λύγγιος
λυγγούριον
λυγγώδης
Λύγδαμις
λύγδη
λύγδην
λύγδινος
View word page
λόχος
an ambush
ShortDef
an ambush
Debugging
Headword:
λόχος
Headword (normalized):
λόχος
Headword (normalized/stripped):
λοχος
IDX:
53817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53818
Key:
Data
{'content': 'an ambush'}