Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοχητικός
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λόχμα
λοχμάζω
λοχμαῖος
λόχμη
λοχμώδης
λόχονδε
λόχος
Λυαῖος
λύβερνος
λυγαῖος
λύγγιος
λυγγούριον
λυγγώδης
Λύγδαμις
λύγδη
λύγδην
View word page
λόχονδε
to ambush, for an ambuscade

ShortDef

to ambush, for an ambuscade

Debugging

Headword:
λόχονδε
Headword (normalized):
λόχονδε
Headword (normalized/stripped):
λοχονδε
IDX:
53816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53817
Key:

Data

{'content': 'to ambush, for an ambuscade'}