Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λόχησις
λοχητικός
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λόχμα
λοχμάζω
λοχμαῖος
λόχμη
λοχμώδης
λόχονδε
λόχος
Λυαῖος
λύβερνος
λυγαῖος
λύγγιος
λυγγούριον
View word page
λοχμάζω
to be downy
ShortDef
to be downy
Debugging
Headword:
λοχμάζω
Headword (normalized):
λοχμάζω
Headword (normalized/stripped):
λοχμαζω
IDX:
53812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53813
Key:
Data
{'content': 'to be downy'}