Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοχεός
λοχέος
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λόχησις
λοχητικός
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λόχμα
λοχμάζω
λοχμαῖος
λόχμη
λοχμώδης
λόχονδε
λόχος
Λυαῖος
λύβερνος
λυγαῖος
View word page
λοχίτης
one of the same company, a fellow-soldier, comrade
ShortDef
one of the same company, a fellow-soldier, comrade
Debugging
Headword:
λοχίτης
Headword (normalized):
λοχίτης
Headword (normalized/stripped):
λοχιτης
IDX:
53810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53811
Key:
Data
{'content': 'one of the same company, a fellow-soldier, comrade'}