Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λοχέος
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λόχησις
λοχητικός
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λόχμα
λοχμάζω
λοχμαῖος
λόχμη
λοχμώδης
λόχονδε
λόχος
View word page
λοχίζω
to lie in wait for
ShortDef
to lie in wait for
Debugging
Headword:
λοχίζω
Headword (normalized):
λοχίζω
Headword (normalized/stripped):
λοχιζω
IDX:
53807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53808
Key:
Data
{'content': 'to lie in wait for'}