Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λοχέος
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λόχησις
λοχητικός
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λόχμα
λοχμάζω
λοχμαῖος
λόχμη
λοχμώδης
λόχονδε
View word page
λοχητικός
lying in wait, treacherous
ShortDef
lying in wait, treacherous
Debugging
Headword:
λοχητικός
Headword (normalized):
λοχητικός
Headword (normalized/stripped):
λοχητικος
IDX:
53806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53807
Key:
Data
{'content': 'lying in wait, treacherous'}