Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοχαγία
λοχαγός
λοχάδην
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λοχέος
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λόχησις
λοχητικός
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λόχμα
λοχμάζω
λοχμαῖος
View word page
λοχεύτρια
woman in childbed

ShortDef

woman in childbed

Debugging

Headword:
λοχεύτρια
Headword (normalized):
λοχεύτρια
Headword (normalized/stripped):
λοχευτρια
IDX:
53803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53804
Key:

Data

{'content': 'woman in childbed'}