Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάδην
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λοχέος
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λόχησις
λοχητικός
λοχίζω
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λόχμα
λοχμάζω
View word page
λόχευμα
that which is born, a child

ShortDef

that which is born, a child

Debugging

Headword:
λόχευμα
Headword (normalized):
λόχευμα
Headword (normalized/stripped):
λοχευμα
IDX:
53802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53803
Key:

Data

{'content': 'that which is born, a child'}