Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
ἀγλαέθειρος
Ἀγλαΐα
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐζω
ἀγλαΐη
ἀγλάϊσμα
ἀγλαϊσμός
ἀγλαϊστός
ἀγλαόβοτρυς
View word page
ἀγκωνοειδής
curve-shaped, curved

ShortDef

curve-shaped, curved

Debugging

Headword:
ἀγκωνοειδής
Headword (normalized):
ἀγκωνοειδής
Headword (normalized/stripped):
αγκωνοειδης
IDX:
537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-538
Key:

Data

{'content': 'curve-shaped, curved'}