Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λόφος
λόφουρος
λοφώδης
λόφωσις
Λόχα
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάδην
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λοχέος
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λόχησις
λοχητικός
View word page
λοχαῖος
clandestine
ShortDef
clandestine
Debugging
Headword:
λοχαῖος
Headword (normalized):
λοχαῖος
Headword (normalized/stripped):
λοχαιος
IDX:
53796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53797
Key:
Data
{'content': 'clandestine'}