Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοφοπωλέω
λόφος
λόφουρος
λοφώδης
λόφωσις
Λόχα
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάδην
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λοχέος
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λόχησις
View word page
λοχάδην
from ambush, treacherously

ShortDef

from ambush, treacherously

Debugging

Headword:
λοχάδην
Headword (normalized):
λοχάδην
Headword (normalized/stripped):
λοχαδην
IDX:
53795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53796
Key:

Data

{'content': 'from ambush, treacherously'}